- υπερφόρτιση
- ηη υπερβολική φόρτιση, η τροφοδότηση με υπερβολική ποσότητα ηλεκτρικού ρεύματος (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υπερφόρτιση — η, Ν 1. (ηλεκτρολ.) κατάσταση λειτουργίας κατά την οποία μια μηχανή ή συσκευή δέχεται φορτίο μεγαλύτερο τού κανονικού, με αποτέλεσμα η ένταση τού ηλεκτρικού ρεύματος να υπερβαίνει την κανονική της τιμή, πράγμα που μπορεί να προκαλέσει βλάβη ή και … Dictionary of Greek
δοκιμασίες — Συστηματικές μέθοδοι ελέγχου, με τις οποίες εξετάζονται οι φυσικές και χημικές ιδιότητες των υλικών που προορίζονται για κατασκευές ή η απόδοση και η καταλληλότητα μηχανών, τμημάτων τους, εγκαταστάσεων κλπ. (στην τελευταία περίπτωση αποκαλούνται… … Dictionary of Greek
μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, γραμμές ή δίκτυα — Κοινή ονομασία για τα έργα με τα οποία επιτυγχάνεται η μ. της ενέργειας από τον τόπο παραγωγής στον τόπο κατανάλωσης. Διακρίνονται σε εναέριες γραμμές, εκείνες δηλαδή που κατασκευάζονται υπεράνω του εδάφους και υποβαστάζονται από κατάλληλα… … Dictionary of Greek
υπερφόρτωση — η υπερβολική φόρτωση, παραφόρτωση, υπερφόρτιση: Απαγορεύεται η υπερφόρτωση των λεωφορείων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)